- δαιμονώ
- δαιμονῶ (-άω) (AM) [δαίμων]1. έχω καταληφθεί από δαίμονα2. είμαι τρελόςμσν.(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶνο δαιμονισμένοςαρχ.υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῑς»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
δαιμονιώ — δαιμονιῶ ( άω) (Α) [δαίμων] 1. δαιμονώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονιῶν (ἡ δαιμονιῶσα) ο δαιμονισμένος … Dictionary of Greek